- επιδακνω
- ἐπιδάκνωἐπι-δάκνωесть, разъедать
(ὅ καπνὸς ἐπιδάκνει τὰς ὄψεις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅ καπνὸς ἐπιδάκνει τὰς ὄψεις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
ανεπίδηκτος — ἀνεπίδηκτος, ον (Α) [επιδάκνω] Ιατρ. όποιος δεν προκαλεί ερεθισμό … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek